- τρίειδος
- τρί-ειδος, ον, (εἶδος IV)A composed of three ingredients,
ἔμπλαστρος Aët.15.15
: cf. ἑξάειδος, ἑπτάειδος, τετράειδος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔμπλαστρος Aët.15.15
: cf. ἑξάειδος, ἑπτάειδος, τετράειδος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.